- λευκοπύρωση
- ηφυσ. πυράκτωση μετάλλου με υπερθέρμανση, ωσότου αυτό αποκτήσει λευκό σχεδόν χρώμα («θερμοκρασία λευκοπύρωσης» — υψηλή θερμοκρασία στην οποία ένα μέταλλο αποκτά λευκό χρώμα όταν υποβάλλεται σ' αυτήν).[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοπυρῶ. Η λ., στον λόγιο τ. λευκοπύρωσις, μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστάσιο Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.